- ξανθόκομος
- ξανθόκομος, -ον (Α)(δ. γρφ·) ξανθοκόμης*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ξανθοκόμης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνόκομος — δαφνόκομος, ον (Α) στεφανωμένος με δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)] … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek
ουλοξανθόκομος — οὐλοξανθόκομος, ον (Μ) αυτός που έχει κατσαρά ξανθά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ξανθόκομος] … Dictionary of Greek